ύστριχος

ύστριχος
(I)
ο, Ν
ζωολ. βλ. ύστριξ.
————————
(II)
(ὕστριχος) ὁ, Α
είδος μαστιγίου, ὑστριχίς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. ὑστριχίς, κατά τα αρσ. σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὕστριχος — ὕστριξ porcupine masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύσθριξ — ὕστριχος, ὁ, ἡ, Α βλ. ὕστριξ …   Dictionary of Greek

  • ύστρηχος — ο, Ν ζωολ. εσφ. τ. τού ύστριχος …   Dictionary of Greek

  • ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”